- ιεροσπονδυλικός
- -ή, -ό(ιατρ.), που ανήκει ή αναφέρεται στο ιερό οστό μαζί και στους σπόνδυλους: Ιεροσπονδυλική άρθρωση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.